- μονονουκλεοτίδιο
- το(βιοχημ.) οργανική ένωση που συνίσταται από ένα μόριο πεντόζης, μία πουρινική ή πυριμιδινική βάση και ένα ή περισσότερα μόρια φωσφορικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινάσες — Σημαντική κατηγορία ενζύμων που ανήκουν στις τρανσφεράσες, δηλαδή σε εκείνη την ομάδα ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά χημικών ομάδων από μία ουσία σε άλλη. Οι κ. είναι υπεύθυνες για την φωσφορυλίωση των υποστρωμάτων τους, μέσω της μεταφοράς… … Dictionary of Greek
νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… … Dictionary of Greek